συμβαλλόμενος

συμβαλλόμενος
η , ο 1. договаривающийся;

τα συμβαλλόμενοςα μέρη — договаривающиеся стороны;

2. (ο ) контрактант;

οι συμβαλλόμενοςοι — договаривающиеся стороны


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συμβαλλόμενος" в других словарях:

  • συμβαλλόμενος — συμβάλλω throw together pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρραβώνας — (Νομ.).Είδος παρεπόμενης συμφωνίας που αποβλέπει να ενισχύσει και να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της κύριας ενοχικής σχέσης. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται με την παράδοση ενός αντικειμένου (χρηματικού ποσού ή πράγματος που ενέχει οικονομική αξία),… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • μεταφορά — Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • ναύλωση — η έγγραφη σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διαθέσει στον άλλο το πλοίο του για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου και συμφωνείται το ανάλογο χρηματικό ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ναύλωσις,… …   Dictionary of Greek

  • παρεγγύη — και δωρ. τ. παρεγγύα, ἡ, Α 1. εντολή, διαταγή («ταχὺ ἀκούων τὴν παρεγγύην, ἐλαύνει», Ξεν.) 2. έφοδος 3. εγγύηση που κατέβαλλε ο συμβαλλόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγγύη (βλ. και λ. εγγύη)] …   Dictionary of Greek

  • παρτενέρ — ο, η 1. αυτός που χορεύει μαζί με άλλον ή άλλη ως χορευτικό ζευγάρι 2. συμπαίκτης σε τυχερό ή άλλο παιχνίδι για δύο άτομα 3. συμπρωταγωνιστής σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο 4. (οικον.) συμβαλλόμενος, εταίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partenaire… …   Dictionary of Greek

  • πρωτότυπος — η, ο / πρωτότυπος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελεί τον πρώτο, τον αρχικό τύπο άλλων πραγμάτων, αρχέτυπο 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτότυπο το πρώτο που έγινε, το αρχέτυπο από το οποίο παράγονται όλα τα άλλα νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποτελεί απομίμηση… …   Dictionary of Greek

  • συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»